κυνηγίς

κυνηγίς
κυνηγίς, -ίδος, ἡ (Α)
μτγν. θηλ. τού κυνηγός*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυνηγός + κατάλ. -ίς (πρβλ. αιλουρ-ίς, θωρακ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυνηγίδα — κυνηγίς hound leader fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγίδι — κυνηγίς hound leader fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνηγός — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (19 κάτ.) του νομού Ευρυτανίας. Βρίσκεται στο νοτιοδυτικό άκρο του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Προυσού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 361 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”